- εὐδιήγητος
- εὐδιήγητος, ον,A easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιήγητος — εὐδιήγητος, ον (Α) αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα … Dictionary of Greek
εὐδιήγητος — easy to tell masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητον — εὐδιήγητος easy to tell masc/fem acc sg εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητα — εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητ' — εὐδιήγητα , εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc pl εὐδιήγητε , εὐδιήγητος easy to tell masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)